- γενετήριος
γενετήριος, hervorbringend, Synes. hymn. 2, 41; s. γενετήσιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γενετήριος, hervorbringend, Synes. hymn. 2, 41; s. γενετήσιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γενετήριος — α, ο (AM γενετήριος, ον) [γενετήρ] ο σχετικός με τη γένεση ή τη γέννηση νεοελλ. 1. «γενετήριος ζωή» η διάρκεια τής ζωής κατά την οποία το άτομο έχει αναπαραγωγική ικανότητα 2. (ψυχολ.) «γενετήριος νόμος» γνωσιολογικός νόμος που καθορίζει τη σχέση … Dictionary of Greek