- κεδρία
κεδρία, ἡ, Cederharz; Her. 2, 87; D. Sic. 1, 91.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεδρία, ἡ, Cederharz; Her. 2, 87; D. Sic. 1, 91.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεδρία — κεδρίᾱ , κεδρία oil of fem nom/voc/acc dual κεδρίᾱ , κεδρία oil of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κεδρίον cedrium neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίᾳ — κεδρίαι , κεδρία oil of fem nom/voc pl κεδρίᾱͅ , κεδρία oil of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρία — η (ΑΜ κεδρέα, Α και κεδρία και ιων. τ. κεδρίη) νεοελλ. παχύρρευστο υγρό με σκούρο χρώμα που λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη ρητινούχων ξύλων, αλλ. υγρόπισσα, ρευστή πίσσα, κατράμι αρχ. έλαιο τής κεδρελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ία. Ο… … Dictionary of Greek
κεδρίας — κεδρίᾱς , κεδρία oil of fem acc pl κεδρίᾱς , κεδρία oil of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίαι — κεδρία oil of fem nom/voc pl κεδρίᾱͅ , κεδρία oil of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίαν — κεδρίᾱν , κεδρία oil of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίην — κεδρία oil of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίης — κεδρία oil of fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίῃ — κεδρία oil of fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρώνω — (Α κεδρῶ, όω) [κέδρος] νεοελλ. αλείφω σχοινί με κεδρία, πισσώνω, κατραμώνω αρχ. ταριχεύω, βαλσαμώνω με κεδρία … Dictionary of Greek
cedría — ► sustantivo femenino BOTÁNICA Licor y resina que destila el cedro. TAMBIÉN cidria * * * cedria (del lat. «cedrĭa», del gr. «kedría») f. *Goma o *resina que destila el cedro. ≃ Cidria. * * * cedria. (Del lat. cedrĭa, y este del gr. κεδρία). f.… … Enciclopedia Universal