- κεδρίτης
κεδρίτης, οἶνος, mit der Frucht der Ceder abgezogener Wein, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεδρίτης, οἶνος, mit der Frucht der Ceder abgezogener Wein, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεδρίτης — κεδρίτης, ὁ (Α) [κέδρος] φρ. «κεδρίτης οἶνος» κρασί παρασκευασμένο με ρητίνη ή έλαιο κεδρελάτης … Dictionary of Greek
κεδρίτης — flavoured with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίτῃ — κεδρίτης flavoured with masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek