- κεδρίνεος
κεδρίνεος, = Folgdm; πίσσα Nic. Al. 488.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεδρίνεος, = Folgdm; πίσσα Nic. Al. 488.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεδρίνεος — κεδρίνεος, έα, ον (Α) ποιητ. τ. τού κέδρινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ίνεος, (παρεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ινος), πρβλ. ελεφαντ ίνεος, ερ ίνεος. Ο τ. κεδρίνεος χρησιμοποιείται αντί τού κέδρινος για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
κεδρινέης — κεδρίνεος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek