- κειμηλιόω
κειμηλιόω, als ein Kleinod, einen Schatz aufbewahren, Eust. – Med. bei Hdn. epim. 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κειμηλιόω, als ein Kleinod, einen Schatz aufbewahren, Eust. – Med. bei Hdn. epim. 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κειμηλιοῖ — κειμηλιόω treasure up pres ind mp 2nd sg κειμηλιόω treasure up pres opt act 3rd sg κειμηλιόω treasure up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειμηλιουμένων — κειμηλιόω treasure up pres part mp fem gen pl κειμηλιόω treasure up pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειμηλιοῦντι — κειμηλιόω treasure up pres part act masc/neut dat sg κειμηλιόω treasure up pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειμηλιούμενον — κειμηλιόω treasure up pres part mp masc acc sg κειμηλιόω treasure up pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειμηλιουμένη — κειμηλιόω treasure up pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειμηλιοῦμαι — κειμηλιόω treasure up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειμηλιοῦνται — κειμηλιόω treasure up pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειμηλιοῦσθαι — κειμηλιόω treasure up pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειμηλιούμενα — κειμηλιόω treasure up pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειμηλιωθῆναι — κειμηλιόω treasure up aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειμηλιωθήσονται — κειμηλιόω treasure up fut ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)