- κεκμηκότως
κεκμηκότως (κάμνω), mühsam; Schol. Soph. El. 164 οὐ κεκμ., Erkl. von ἀκάματα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεκμηκότως (κάμνω), mühsam; Schol. Soph. El. 164 οὐ κεκμ., Erkl. von ἀκάματα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεκμηκότως — (Α) επίρρ. με κόπο, επίπονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκμηκώς, μτχ. παρακμ. τού κάμνω «κοπιάζω, κουράζομαι»] … Dictionary of Greek
κεκμηκότως — wearily indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)