κειμηλιο-φύλαξ

κειμηλιο-φύλαξ

κειμηλιο-φύλαξ, ακος, ὁ, = κειμηλιάρχης, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κειμηλιοφύλαξ — κειμηλιοφύλαξ, ὁ (Α) ο κειμηλιάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιο(ν) + φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. θαλαμο φύλαξ, θησαυρο φύλαξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”