- κιγχάνω
κιγχάνω, s. κιχάνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιγχάνω, s. κιχάνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιγχάνω — (Α) βλ. κιχάνω … Dictionary of Greek
κιγχάνω — κιχάνω reach pres subj act 1st sg κιχάνω reach pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιχάνω — και κιγχάνω (Α) 1. συναντώ, βρίσκω, πετυχαίνω («μή σε γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω», Ομ. Ιλ.) 2. προλαβαίνω κάποιον ή κάτι, προφτάνω κάποιον ή κάτι (α. «ἠέ σε δουρὶ κιχήσομαι», Ομ. Ιλ. β. «ὅ καὶ πτερόεντ αἰετὸν κίχε», Πίνδ.) 3. τυγχάνω*… … Dictionary of Greek
ĝhē-1, ĝhēi- — ĝhē 1, ĝhēi English meaning: to be empty, lack; to leave, go out Deutsche Übersetzung: A. “leer sein, fehlen”; B. “verlassen, fortgehen”, dann “gehen” Note: perhaps to ĝhē , ĝhēi “ yawn, klaffen” (compare “gähnende emptiness… … Proto-Indo-European etymological dictionary