κεγχρῖτις

κεγχρῖτις

κεγχρῖτις, ιδος, ἡ, fem. dazu, ἰσχάς, die getrocknete, körnige Feige, Philip. 10 (VI, 231).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεγχρίτης — κεγχρίτης, ὁ, θηλ. κεγχρῑτις, ίτιδος (Α) 1. όμοιος με σπόρο κεχριού 2. το φίδι κεγχρίας* 3. το πτηνό κεγχρίς* 4. ονομασία λίθου, τού οποίου οι κόκκοι έμοιαζαν με κεχρί κατά την τριβή 5. φρ. «κεγχρῑτις ἰσχάς» σύκο ξερό με πολλούς σπόρους. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • CENCHRI — Graece Κέγχροι, et in vestibus et in vasis, positi occurrunt. In vestibus rotundi sunt clavi et macularum formae orbiculares, quibus vestes intertexi atque distingui mos. Athenaeus, l. 12. Ι῎δοι δ᾿ ἄν τις, φηςὶ καὶ τὰς καλουμένας ἀκταίας, ὅπερ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μελίκηρον — μελίκηρον, τὸ (Α) 1. κερί που παράγεται από τις μέλισσες, μελισσοκέρι, κηρήθρα 2. είδος αμπέλου, μελικηρίς* («γεννᾱται δ ἐν τῷ ποταμῷ τούτῳ βοτάνη κεγχρῑτις προσαγορευομένη, μελικήρῳ παρόμοιος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος, με αλλαγή γένους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”