- κινύρα
κινύρα, ἡ, ein in Asien übliches Saiteninstrument mit zehn Saiten, das mit einem Plektrum gespielt wird, wahrscheinlich von κινύρομαι benannt, wegen seines klagenden Tones, LXX, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινύρα, ἡ, ein in Asien übliches Saiteninstrument mit zehn Saiten, das mit einem Plektrum gespielt wird, wahrscheinlich von κινύρομαι benannt, wegen seines klagenden Tones, LXX, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινύρα — κινύρᾱ , κινύρα kinnor fem nom/voc/acc dual κινύρᾱ , κινύρα kinnor fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κινύρα — Κινύρᾱ , Κινύρης masc nom/voc/acc dual Κινύρης masc voc sg Κινύρᾱ , Κινύρης masc voc sg (attic) Κινύρᾱ , Κινύρης masc gen sg (doric aeolic) Κινύρης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινύρᾳ — κινύρᾱͅ , κινύρα kinnor fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυρά — κινυρός wailing neut nom/voc/acc pl κινυρά̱ , κινυρός wailing fem nom/voc/acc dual κινυρά̱ , κινυρός wailing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινύρα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 219 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρριανών. * * * η (AM κινύρα, Α και κιννύρα) δεκάχορδο μουσικό όργανο («ἐλάμβανε Δαυΐδ τὴν κινύραν καὶ ἔψαλλεν ἐν χειρὶ αὐτοῡ»,… … Dictionary of Greek
Κινύρᾳ — Κινύραι , Κινύρης masc nom/voc pl Κινύρᾱͅ , Κινύρης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινύρας — κινύρᾱς , κινύρα kinnor fem acc pl κινύρᾱς , κινύρα kinnor fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινύραι — κινύρᾱͅ , κινύρα kinnor fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινύραν — κινύρᾱν , κινύρα kinnor fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κινύρας — Κινύρᾱς , Κινύρης masc acc pl Κινύρᾱς , Κινύρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυρῶν — κινύρα kinnor fem gen pl κινυρός wailing fem gen pl κινυρός wailing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)