κινύρομαι — (Α) 1. θρηνώ, οδύρομαι 2. θρηνώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κινυρός] … Dictionary of Greek
κινύρομαι — κινύ̱ρομαι , κινύρομαι utter a plaintive sound aor subj mp 1st sg (epic) κινύ̱ρομαι , κινύρομαι utter a plaintive sound pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυρῇ — κινύρομαι utter a plaintive sound aor subj mp 3rd sg κινῠρῇ , κινύρομαι utter a plaintive sound fut ind mp 2nd sg κινυρός wailing fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυρόμεθ' — κινῡρόμεθα , κινύρομαι utter a plaintive sound aor subj mp 1st pl (epic) κινῡρόμεθα , κινύρομαι utter a plaintive sound pres ind mp 1st pl κινῡρόμεθα , κινύρομαι utter a plaintive sound imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυρόμεθα — κινῡρόμεθα , κινύρομαι utter a plaintive sound aor subj mp 1st pl (epic) κινῡρόμεθα , κινύρομαι utter a plaintive sound pres ind mp 1st pl κινῡρόμεθα , κινύρομαι utter a plaintive sound imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινύρηι — κινύρῃ , κινύρα kinnor fem dat sg (epic ionic) κινύ̱ρῃ , κινύρομαι utter a plaintive sound aor subj mp 2nd sg κινύ̱ρῃ , κινύρομαι utter a plaintive sound pres subj mp 2nd sg κινύ̱ρῃ , κινύρομαι utter a plaintive sound pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυρός — κινυρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, γοερός («κινηρός γόος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνη τών μινυρός, «αυτός που κλαψουρίζει» μινυρίζω, μινύρομαι «παραπονούμαι,… … Dictionary of Greek
κινυρομένων — κινῡρομένων , κινύρομαι utter a plaintive sound pres part mp fem gen pl κινῡρομένων , κινύρομαι utter a plaintive sound pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινύρεο — κινύ̱ρεο , κινύρομαι utter a plaintive sound pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) κινύ̱ρεο , κινύρομαι utter a plaintive sound imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινύρεται — κινύ̱ρεται , κινύρομαι utter a plaintive sound aor subj mp 3rd sg (epic) κινύ̱ρεται , κινύρομαι utter a plaintive sound pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινύρην — κινύρα kinnor fem acc sg (epic ionic) κινύρομαι utter a plaintive sound aor ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) κινύρομαι utter a plaintive sound aor ind mp 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)