κενό-δοξος

κενό-δοξος

κενό-δοξος, voll eitler Ruhmsucht; Pol. 21, 6, 12; D. Sic. 17, 107; häufiger bei Sp., bes. K. S.; auch adv. κενοδόξως.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομόδοξος — η, ο (ΑΜ ὁμόδοξος, ον) αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος νεοελλ. αυτός που ανήκει στο ίδιο θρησκευτικό δόγμα με κάποιον άλλο μσν. αρχ. αυτός που έχει την ίδια δόξα με άλλον αρχ. (για τους Επικουρείους) αυτός που ανήκει στην ίδια… …   Dictionary of Greek

  • ορθοδοξώ — (ΑΜ ὀρθοδοξῶ, έω) έχω ορθή γνώμη για κάτι νεοελλ. μσν. ασπάζομαι τα δόγματα τής Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, είμαι ορθόδοξος χριστιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + δοξῶ (< δοξος < δόξα), πρβλ. κενο δοξώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”