- γεω-γραφικός
γεω-γραφικός, zur Erdbeschreibung gehörig, ϑεωρία, μαϑήματα, Strab. 3, 1, 41 u. Sp.; τὰ γ. heißt Strabo's Buch Ath. III, 121 a; auch adv., Strab. a. a. O., auf geographische Weise.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεω-γραφικός, zur Erdbeschreibung gehörig, ϑεωρία, μαϑήματα, Strab. 3, 1, 41 u. Sp.; τὰ γ. heißt Strabo's Buch Ath. III, 121 a; auch adv., Strab. a. a. O., auf geographische Weise.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλουτοπαραγωγικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που παράγει πλούτο, πλουτοφόρος 2. (για έδαφος) γόνιμος, καρποφόρος 3. φρ. α) «πλουτοπαραγωγικές πηγές» i) το σύνολο τού επίγειου και υπόγειου πλούτου μιας χώρας, καθετί που μπορεί να αποφέρει πλούτο ii) οι τομείς τής πρωτογενούς … Dictionary of Greek