- γεω-νόμος
γεω-νόμος, dasselbe, D. Cass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεω-νόμος, dasselbe, D. Cass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
γεωνόμος — ο (Α γεωνόμος) νεοελλ. αυτός που ασχολείται με τη γεωνομία αρχ. 1. αυτός που μοιράζει ή κατανέμει τη γη 2. εκείνος που παίρνει μερίδιο κατά τη διανομή γης, ο κληρούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + νομος < νέμω] … Dictionary of Greek