γεω-πόνος

γεω-πόνος

γεω-πόνος, das Land bestellend, Heraclid. 3 (VII, 281); , der Bauer, Antiphil. (VII, 175); Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολοσσοπόνος — κολοσσοπόνος, ὁ (Α) κολοσσοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + πονος (< πόνος «μόχθος, κόπος»), πρβλ. γεω πόνος, ιστο πόνος] …   Dictionary of Greek

  • σιτοπόνος — ὁ, ἡ, Α σιτοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πονος (< πόνος «κόπος, εργασία»), πρβλ. γεω πόνος] …   Dictionary of Greek

  • οδοντοπονία — ὀδοντοπονία, ἡ (Μ) η λειτουργία τών δοντιών, η μάσηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + πονία (< πόνος < πόνος), πρβλ. γεω πονία] …   Dictionary of Greek

  • υδροπονία — η, Ν σύστημα καλλιέργειας τών φυτών κατά το οποίο αυτά αναπτύσσονται έχοντας βυθισμένες τις ρίζες τους μέσα σε νερό στο οποίο έχουν διαλυθεί θρεπτικά άλατα, χωρίς να γίνεται χρήση τού εδάφους, αλλ. υδροπονική καλλιέργεια ή ανεδαφική καλλιέργεια ή …   Dictionary of Greek

  • γεωπόνος — ο, η (AM γεωπόνος, Α και γαπόνος και γηπόνος, ο) νεοελλ. ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωπονία αρχ. μσν. ο αγρότης, ο καλλιεργητής τής γης· [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + πόνος < πονέω. Η αρχαία λ. γεωπόνος ανήκει στον κύκλο τών λέξεων τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”