- κιχήλα
κιχήλα, ἡ, dor. = κίχλη; Epicharm. bei Ath. II, 64 f; Ar. Nubb. 339.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιχήλα, ἡ, dor. = κίχλη; Epicharm. bei Ath. II, 64 f; Ar. Nubb. 339.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιχήλα — κιχήλα, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κίχλη … Dictionary of Greek
κιχήλας — κιχήλᾱς , κιχήλα fem acc pl κιχήλᾱς , κιχήλα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιχηλᾶν — κιχήλα fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιχηλῶν — κιχήλα fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιχῆλαι — κιχήλα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιχήλη — κιχήλα fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίχλα — και κίχλη, ή (AM κίχλη και κίχλα, Α δωρ. τ. κιχήλα) το ωδικό πτηνό τσίχλα («Συρακόσιοι δὲ τὰς κίχλας κιχήλας λέγουσιν», Αθήν.) αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής λαϊκής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, συγγενής τού χελιδών. Ασαφής η ακριβής … Dictionary of Greek
ghel- — ghel English meaning: to call, cry Deutsche Übersetzung: “rufen, schreien” Note: also in bird name, with b , bh and d extended. compare the similar to onomatopoeic words gal , qel . Material: O.Ind. pra galbhá ḥ “ courageous … Proto-Indo-European etymological dictionary