- γεω-πείνης
γεω-πείνης, ὁ, arm an Grundstücken, Her. 2, 6. 8, 111; Aristid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεω-πείνης, ὁ, arm an Grundstücken, Her. 2, 6. 8, 111; Aristid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυπείνης — ὀξυπείνης, ὁ (ΑΜ) αυτός που αισθάνεται πείνα γρήγορα, που πεινάει κάθε τόσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πείνης (< πείνα), πρβλ. γεω πείνης] … Dictionary of Greek