γεφῡρισμός

γεφῡρισμός

γεφῡρισμός, , das Verhöhnen, Schimpfen, Sp.; bei Strab. IX p. 400 gehtes auf die unter γεφυρίζω erwähnten Scherze.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γεφυρισμός — γεφυρισμός, ο (Α) [γεφυρίζω] άσεμνο σκώμμα …   Dictionary of Greek

  • γεφυρισμός — gross abuse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεφυρισμοί — γεφυρισμός gross abuse masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεφυρισμοῦ — γεφυρισμός gross abuse masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”