γεφῡριστής

γεφῡριστής

γεφῡριστής, , der Verhöhnende, Plut. Sull. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γεφυριστής — γεφυριστής, ο (Α) [γεφυρίζω] αυτός που μετέχει σε γεφυρισμούς …   Dictionary of Greek

  • γεφυρισταί — γεφῡρισταί , γεφυριστής abuser masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεφυριστῶν — γεφῡριστῶν , γεφυριστής abuser masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”