γεφύριον

γεφύριον

γεφύριον, τό, dim. von γέφυρα, kleine Brücke, Ael. V. H. 8, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γεφύριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεφυρίου — γεφύριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεφυρίῳ — γεφύριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεφύρια — γεφύριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”