- ζεφύριος
ζεφύριος, ον (auch 3 Endgn, z. B. Ζεφυρίη, sc. πνοή, Westwind, Od. 7, 1191, den Westwind betreffend, Theophr.; – ᾠὰ ζεφύρια, Windeier, Arist. H. A. 6, 2 gener. an. 3, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεφύριος, ον (auch 3 Endgn, z. B. Ζεφυρίη, sc. πνοή, Westwind, Od. 7, 1191, den Westwind betreffend, Theophr.; – ᾠὰ ζεφύρια, Windeier, Arist. H. A. 6, 2 gener. an. 3, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεφύριος — of the West masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφύριος — α, ο, (AM ζεφύριος, ον, Α θηλ. και ζεφυρία και ζεφυρῑτις και ζεφυρηΐς και ζεφυρίη) [ζέφυρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άνεμο ζέφυρο μσν. αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δύση, ο δυτικός αρχ. 1. (δοτ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοῑς… … Dictionary of Greek
ζεφύριον — ζεφύριος of the West masc/fem acc sg ζεφύριος of the West neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρίοις — ζεφύριος of the West masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρίου — ζεφύριος of the West masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρίους — ζεφύριος of the West masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρίων — ζεφύριος of the West masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρίῳ — ζεφύριος of the West masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφύρια — ζεφύριος of the West neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφύριοι — ζεφύριος of the West masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρήιος — ζεφυρήϊος, ον (Α) ο ζεφύριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ήιος, (πρβλ. ποταμ ήιος, χαλκ ήιος)] … Dictionary of Greek