- γεφύρωσις
γεφύρωσις, ἡ, das Ueberbrücken, Strab. 1, 3, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεφύρωσις, ἡ, das Ueberbrücken, Strab. 1, 3, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεφύρωσις — furnishing with a causeway fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεφυρώσει — γεφύρωσις furnishing with a causeway fem nom/voc/acc dual (attic epic) γεφυρώσεϊ , γεφύρωσις furnishing with a causeway fem dat sg (epic) γεφύρωσις furnishing with a causeway fem dat sg (attic ionic) γεφῡρώσει , γεφυρόω dam up aor subj act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεφυρώσεις — γεφύρωσις furnishing with a causeway fem nom/voc pl (attic epic) γεφύρωσις furnishing with a causeway fem nom/acc pl (attic) γεφῡρώσεις , γεφυρόω dam up aor subj act 2nd sg (epic) γεφῡρώσεις , γεφυρόω dam up fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεφύρωσιν — γεφύρωσις furnishing with a causeway fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Géphyrôsis — La géphyrôsis (en grec byzantin γεφύρωσις / géphyrôsis), ou encore la géphyrè, désigne dans l Empire byzantin une corvée due à l État concernant la construction et l entretien des ponts. Il n est pas certain que cette charge extraordinaire puisse … Wikipédia en Français
γεφύρωση — η (AM γεφύρωσις) [γεφυρώ] η σύνδεση, ζεύξη δύο οχθών με γέφυρα νεοελλ. η προσέγγιση διαφορετικών απόψεων αρχ. σύστημα γεφυρών … Dictionary of Greek
γεφυρώσεως — γεφυρώσεω̆ς , γεφύρωσις furnishing with a causeway fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεφυρώσῃ — γεφυρώσηι , γεφύρωσις furnishing with a causeway fem dat sg (epic) γεφῡρώσῃ , γεφυρόω dam up aor subj mid 2nd sg γεφῡρώσῃ , γεφυρόω dam up aor subj act 3rd sg γεφῡρώσῃ , γεφυρόω dam up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)