- ζεφυρῖτις
ζεφυρῖτις, ιδος, = ζεφυρηίς, Orph. H. 80, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεφυρῖτις, ιδος, = ζεφυρηίς, Orph. H. 80, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ζεφυρῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφυρῖτι — Ζεφυρῖτις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρῖτι — ζεφυρῖτις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφυρῖτιν — Ζεφυρῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρῖτιν — ζεφυρῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Zephyrítis — ZEPHYRÍTIS, ĭdis, Gr. Ζεφυρίτις, ιδος, ein Beynamen der Venus, welchen sie von dem Vorgebirge Zephyrion, in Aegypten, hat, welches ihr gewiedmet war. Steph. Byz. in Ζεφύριον … Gründliches mythologisches Lexikon
ζεφυρίτιδα — η (Α ζεφυρῑτις, ιδος) [ζέφυρος] (θηλ. τού ζεφύριος) 1. ευχάριστη πνοή ζέφυρου 2. (επίθ. τής Αφροδίτης) αυτή που λατρεύεται στην Κύπρο … Dictionary of Greek
ζεφύριος — α, ο, (AM ζεφύριος, ον, Α θηλ. και ζεφυρία και ζεφυρῑτις και ζεφυρηΐς και ζεφυρίη) [ζέφυρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άνεμο ζέφυρο μσν. αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δύση, ο δυτικός αρχ. 1. (δοτ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοῑς… … Dictionary of Greek
Ζεφυρίτιδες — Ζεφυρί̱τιδες , Ζεφυρῖτις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρίτιδες — ζεφυρί̱τιδες , ζεφυρῖτις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)