- ζεφυρήϊος
ζεφυρήϊος, zephyrisch, αὔρη Nonn. D. 48, 517.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεφυρήϊος, zephyrisch, αὔρη Nonn. D. 48, 517.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεφυρήιος — ζεφυρήϊος, ον (Α) ο ζεφύριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ήιος, (πρβλ. ποταμ ήιος, χαλκ ήιος)] … Dictionary of Greek
ζεφυρήιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρήιον — ζεφυρήιος masc/fem acc sg ζεφυρήιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)