- ζεφυρηΐς
ζεφυρηΐς, ίδος, ἡ, fem. zum Vor., Anth. I, 10, 66; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεφυρηΐς, ίδος, ἡ, fem. zum Vor., Anth. I, 10, 66; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεφυρηίς — ζεφυρηΐς, ίδος, ἡ (Α) (ανώμαλο θηλ. τού ζεφύριος*) αυτή που ανήκει στον θεό Ζέφυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ηίς πρβλ. αλσ ηίς, χλωρ ηίς] … Dictionary of Greek
ζεφύριος — α, ο, (AM ζεφύριος, ον, Α θηλ. και ζεφυρία και ζεφυρῑτις και ζεφυρηΐς και ζεφυρίη) [ζέφυρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άνεμο ζέφυρο μσν. αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δύση, ο δυτικός αρχ. 1. (δοτ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοῑς… … Dictionary of Greek