κευθμών

κευθμών

κευθμών, ῶνος, ὁ, ein verborgener, abgelegener Ort, Schlupfwinkel, Höhle; μαιομένη κευϑμῶνας ἀνὰ σπέος Od. 13, 367, um Schätze zu verstecken; auch πυκινοὶ κευϑμῶνες, dichtverwahrte Schweinekofen, 10, 283; γαίης ἐν κευϑμῶνι Hes. Th. 158; vgl. Ταρτάρου μελαμβαϑὴς κευϑμών, der schwarztiefe Schlund, Aesch. Prom. 220; aber Eum. 772 ἕδρας τε καὶ κευϑμῶνας ἐνδίκου χϑονός ist = ἄδυτον, das verborgene Allerheiligste; vgl. Coluth. 93; – κευϑμῶνες ὀρέων, Schluchten, Pind. P. 9, 35; Ἰδαῖον ἐς κευϑμῶνα Eur. Hel. 24; ἠλιβάτοις ὑπὸ κευϑμῶσι Hipp. 732, vgl. Cycl. 292. S. auch κεῦϑος. Selten in Prosa, wie Strab., s. κευϑμός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κευθμών — κευθμών, ῶνος, ὁ (Α) [κεύθω] 1. κρύπτη, κρυψώνας, σπηλιά («κευθμῶνας ὀρέων», Πίνδ.) 2. ο κάτω κόσμος, ο Άδης («Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμὼν καλύπτει» τόν σκεπάζει ο βαθύς και σκοτεινός θόλος τού Ταρτάρου, ο κατασκότεινος κρυψώνας, Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • κευθμών — hiding place masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κευθμῶν' — κευθμῶνα , κευθμών hiding place masc acc sg κευθμῶνι , κευθμών hiding place masc dat sg κευθμῶνε , κευθμών hiding place masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κευθμῶν — κευθμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κευθμῶνα — κευθμών hiding place masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κευθμῶνας — κευθμών hiding place masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κευθμῶνες — κευθμών hiding place masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κευθμῶνι — κευθμών hiding place masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κευθμῶνος — κευθμών hiding place masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κευθμῶσι — κευθμών hiding place masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κευθμῶσιν — κευθμών hiding place masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”