κευθῆνες

κευθῆνες

κευθῆνες, οἱ, nach Suid. οἱ καταχϑόνιοι δαίμονες.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κευθήνες — κευθῆνες (Α) [κεύθω] (κατά το λεξ. Σούδα) «οἱ καταχθόνιοι δαίμονες» …   Dictionary of Greek

  • κεύθω — (Α) (ποιητ. ρ.) 1. (κυρίως για τάφο) καλύπτω εντελώς, κατακαλύπτω, κρύβω μέσα («ὅv οὐδὲ κατθανόντα γαῑα κεύθει», Αισχύλ.) 2. (στον παρακμ.) κέκευθα περιέχω, περιλαμβάνω («ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθε», Ομ. Ιλ.) 3. έχω κάτι κρυμμένο, κρατώ κάτι κρυφό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”