κευθμός

κευθμός

κευθμός, , dasselbe; Il. 13, 28; Callim. Iov. 34; bei Strab. XI, 495 als v. l.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κευθμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κευθμός — ο (Α κευθμός) [κεύθω] νεοελλ. αμυντική διάταξη τών τάφρων τών οχυρών για προφύλαξη τών αμυνομένων αρχ. κευθμών*, κρύπτη, κρυψώνας, σπηλιά …   Dictionary of Greek

  • κευθμῶν — κευθμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κευθμῷ — κευθμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κευθμόν — κευθμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κεύθω — (Α) (ποιητ. ρ.) 1. (κυρίως για τάφο) καλύπτω εντελώς, κατακαλύπτω, κρύβω μέσα («ὅv οὐδὲ κατθανόντα γαῑα κεύθει», Αισχύλ.) 2. (στον παρακμ.) κέκευθα περιέχω, περιλαμβάνω («ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθε», Ομ. Ιλ.) 3. έχω κάτι κρυμμένο, κρατώ κάτι κρυφό …   Dictionary of Greek

  • (s)keu-2, (s)keu̯ǝ : (s)kū- —     (s)keu 2, (s)keu̯ǝ : (s)kū     English meaning: to cover, wrap     Deutsche Übersetzung: “bedecken, umhũllen”     Material: O.Ind. skunüti, skunō ti, sküuti “bedeckt”; doubtful ku kūla “Hũlsen, armament, armor”, püṃ su kūla “Lumpenkleid …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”