- γευθμός
γευθμός, ὁ, das Kosten, Geschmack, Nic. Al. 398; ἰχϑυόεις 468.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γευθμός, ὁ, das Kosten, Geschmack, Nic. Al. 398; ἰχϑυόεις 468.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γευθμός — γευθμός, ο (Α) η γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεύομαι + (επίθημα) θμός (πρβλ. βαθμός, κλαυθμός, μηνιθμός] … Dictionary of Greek
γευθμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευθμῷ — γευθμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek
ՃԱՇԱԿ — (ի, աց, եւ ոյ.) NBH 2 0171 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 12c, 14c գ. (որպէս թէ ճաշիկ իմն.) γεῦσις, γευθμός , γεῦμα gustatio, gustus, esca, cibus, edulia, sapor. Տեսութիւն համոյ ճաշուն, այսինքն կերակրոց եւ ըմպելեաց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)