- γευστικός
γευστικός, zum Kosten gehörig, kostend, αἰσϑητήρια Arist. anim. 3, 10; Sp. αἴσϑησις, auch δύναμις, Schmeckorgan, -vermögen. – Adv., γευστικῶς ἔχειν Schol. Il. 5, 661.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γευστικός, zum Kosten gehörig, kostend, αἰσϑητήρια Arist. anim. 3, 10; Sp. αἴσϑησις, auch δύναμις, Schmeckorgan, -vermögen. – Adv., γευστικῶς ἔχειν Schol. Il. 5, 661.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γευστικός — ή, ό (AM γευστικός, ή, όν) [γεύομαι] αυτός που αναφέρεται στη γεύση, ο σχετικός με τη γεύση («γευστικοί κάλυκες», «γευστικά κύτταρα», «γευστικόν αἰσθητήριον» το όργανο τής γεύσης) νεοελλ. αυτός που έχει ευχάριστη γεύση, ο εύγευστος, ο νόστιμος… … Dictionary of Greek
γευστικός — ή, ό 1.ο σχετικός με τη γεύση: Η γλώσσα είναι γευστικό όργανο. 2. νόστιμος: Μου πρόσφερε γευστικά εδέσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γευστικά — γευστικός of neut nom/voc/acc pl γευστικά̱ , γευστικός of fem nom/voc/acc dual γευστικά̱ , γευστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικῶν — γευστικός of fem gen pl γευστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικόν — γευστικός of masc acc sg γευστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικαί — γευστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικοῖς — γευστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικοί — γευστικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικοῦ — γευστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικῆς — γευστικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικῇ — γευστικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)