- γευστός
γευστός, was gekostet werden kann, Arist. anim. 3, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γευστός, was gekostet werden kann, Arist. anim. 3, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γευστός — γευστός, ή, όν (Α) εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γευστός είναι μτγν. και προήλθε από το σύνθετο άγευστος*] … Dictionary of Greek
Γευστός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστός — that may be tasted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστά — γευστός that may be tasted neut nom/voc/acc pl γευστά̱ , γευστός that may be tasted fem nom/voc/acc dual γευστά̱ , γευστός that may be tasted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστόν — γευστός that may be tasted masc acc sg γευστός that may be tasted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευσταῖς — γευστός that may be tasted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευσταί — γευστός that may be tasted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γευστοῖς — Γευστός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστοῖς — γευστός that may be tasted masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γευστοί — Γευστός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστοί — γευστός that may be tasted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)