- κνωδάλιον
κνωδάλιον, τό, dim. zum Folgdn, Hesych. unter ζωύφιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνωδάλιον, τό, dim. zum Folgdn, Hesych. unter ζωύφιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνωδάλιον — κνωδάλιον, τὸ (Α) ζωύφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαλον + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. αμφόρ ιον, φιάλ ιον)] … Dictionary of Greek
κνώδαλο — το (AM κνώδαλον) (για πρόσ.) χαζός ή ανάξιος, τιποτένιος μσν. αρχ. κάθε άγριο ή επικίνδυνο και βλαβερό ζώο (α. «κνώδαλ ὅσ ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδέ θάλασσα», Ησίοδ. αρχ. οποιοδήποτε ζώο («κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek