- κνωδάκιον
κνωδάκιον, τό, dim. von κνώδαξ, Hero Spirit.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνωδάκιον, τό, dim. von κνώδαξ, Hero Spirit.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνωδάκιον — κνωδάκιον, τὸ (Α) μικρός άξονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, ακος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κνωδακίοις — κνωδάκιον pivot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώδακας — ο (Α κνώδαξ, ακος) νεοελλ. (μηχανολ.) στοιχείο μηχανής το οποίο περιστρέφεται ή παλινδρομεί επιβάλλοντας έτσι προδιαγεγραμμένη κίνηση σε άλλο εφαπτόμενο στοιχείο, αλλ. έκκεντρο αρχ. 1. άξονας («καθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῡ δευτέρου σπονδύλου… … Dictionary of Greek