γνωμοσύνη

γνωμοσύνη

γνωμοσύνη, , Beurtheilungskraft, Sol. bei Clem. Al. p. 694.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γνωμοσύνη — γνωμοσύνη, η (Α) [γνώμων] σύνεση, κρίση …   Dictionary of Greek

  • γνωμοσύνης — γνωμοσύνη prudence fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχογνωμοσύνη — ἡ, Μ νοοτροπία φτωχού, φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + γνωμοσύνη (< γνώμων < γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. μεγαλο γνωμοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • μικρογνωμοσύνη — μικρογνωμοσύνη, ἡ (ΑΜ) περιορισμένη αντίληψη, περιορισμένη διάνοια, στενοκεφαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γνωμοσύνη, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. τ. *μικρογνώμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”