κατ-άγνῡμι

κατ-άγνῡμι

κατ-άγνῡμι (s. ἄγνυμι), auch καταγνύω, Eubul. Ath. X, 450 a Xen. Oec. 6, 5 Arist. H. A. 9, 1, zerbrechen, zerschlagen, zerschmettern; τό (ἔγχος) νυ γὰρ κατεάξαμεν Il. 13, 257; νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Od. 9, 283; περὶ δ' ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ τεῦχος Soph. frg. 147; γυνὴ κατέαξ' ἐχῖνον Ar. Vesp. 1436; ἀμυγδάλην κατᾶξαι Phrynich. bei Ath. II, 52 c; στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος, zerbrochen, Ar. Plut. 545, wie δόρατα κατεηγότα Her. 7, 224; τὰς ναῦς καταγνύναι Thuc. 4, 11; ἐπειδάν τις κατάξῃ τὴν λύραν Plat. Phaed. 86 a; οἱ μὲν ὦτα κατάγνυνται, sie haben zerschlagene Ohren, Prot. 342 b; ἂν καταγῇ ἡ κερκίς Crat. 389 a; κατεάγην τὴν κεφαλήν, mir wurde der Kopf zerschlagen, Andoc. 1, 61; Lys. 3, 14; Eur. Cycl. 680; κατᾱγείη Ar. Ach. 908; aber auch τῆς κεφαλῆς, Vesp. 1428, vgl. Plat. Gorg. 469 d, es ist mir Etwas am Kopfe zerschlagen, so daß man nicht ὀστοῦν zu ergänzen hat; nach Moeris der attische Ausdruck für den gewöhnlichen accus., wonach Luc. Tim. 48 κατέαγα τοῦ κρανίου sagt; κατέαγμαι steht ib. 10. – Uebh. entkräften, schwächen, κατᾶξαι πατρίδα, im Ggstz von αὔξειν, Eur. Suppl. 524; – κατεαγότες ἄνϑρωποι, verweichlicht, entkräftet, geschwächt, fractus, D. Hal. C. V.; Ath. XII, 524 f; ἡ κατεαγυῖα μουσική S. Emp. adv. mus. 14. – In den Modis des aor. I. findet sich öfter die v. l. κατεάξαι u. ä. (κατεάξαντες steht Lys. 3, 42 bei Bekk., der aber ib. 40 καταγείς für die vulg. κατεαγείς nach codd. geschrieben), wie bei Sp. κατεάξεις, z. B. N. T. Matth. 12, 19. – Καυάξαις bei Hes. O. 668. 695 ist alte Form für κατάξαις, aus dem diesem Verbum eigenen Digamma hervorgegangen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκάτακτος — εὐκάτακτος, ον (Α) αυτός που σπάει εύκολα, εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ ακτος (< κατ άγνυμι «σπάζω, συντρίβω»), πρβλ. α κάτ ακτος, δυσ κάτ ακτος] …   Dictionary of Greek

  • κάταξις — κάταξις, εως, ιων. τ. κάτηξις, ιος, ἡ (Α) 1. σύντριψη, θραύση, κάταγμα, σπάσιμο 2. η διαίρεση σε μεγάλα μέρη («ὅτι ἡ μὲν κάταξις διαίρεσις καὶ χωρισμὸς εἱς μεγάλα μέρη, θραῡσις δὲ εἱς τὰ τυχόντα και πλείω δυοῑν», Αριστοτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ… …   Dictionary of Greek

  • θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… …   Dictionary of Greek

  • κατάγνυμι — (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, υία και υῑα, ός σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος μσν. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω αρχ. 1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα… …   Dictionary of Greek

  • καύαγμα — καύαγμα, άγματος, τὸ (Α) τεμάχιο, κομμάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατα Fαγμα < κατ(α) * + (F)ἄγμα (< [F]ἄγνυμι «σπάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • ναυαγός — ο και η (ΑΜ ναυαγός, όν, Α ιων. τ. ναυηγός) αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («είναι ένας ναυαγός τού έρωτα») αρχ. 1. ως ουσ. αυτός που οδηγεί …   Dictionary of Greek

  • υπάγνυμι — Α σπάζω κάτι στο κάτω μέρος ή, κατ άλλους, χωρίζω σε διαμερίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἄγνυμι «σπάω, συντρίβω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”