- κατά-κολλος
κατά-κολλος, mit Leim vermischt, μέλαν Aen. Poliorcet. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-κολλος, mit Leim vermischt, μέλαν Aen. Poliorcet. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτόκολλο — το, πρωτόκολλον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (νομ.) δημόσιο έγγραφο με το οποίο οι κατά τον νόμο αρμόδιοι υπάλληλοι πιστοποιούν παράβαση νόμου και επιβάλλουν, συνήθως, το προβλεπόμενο για την κάθε περίπτωση πρόστιμο («πρωτόκολλο δασικής παράβασης») 2. βιβλίο… … Dictionary of Greek