- κατά-κλητος
κατά-κλητος, zusammenberufen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-κλητος, zusammenberufen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… … Dictionary of Greek
ετερόκλητος — η, ο (Μ ἑτερόκλητον, τὸ) νεοελλ. 1. (για όμιλο ανθρώπων) αυτός που αποτελείται από πρόσωπα διαφορετικής προέλευσης, από άτομα ανόμοια μεταξύ τους κατά την κοινωνική τάξη, την εμφάνιση κ.λπ. («ετερόκλητο πλήθος») 2. (για πράγματα) ανομοιογενής… … Dictionary of Greek
πρόκλητος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «πρόθυμος πρὸ τοῡ κληθῆναι» αυτός που δεν περιμένει να τόν προκαλέσουν για να πράξει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κλητός (< καλῶ), πρβλ. α μετά κλητος] … Dictionary of Greek
κλείτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο … Dictionary of Greek