κατ-άϊξ

κατ-άϊξ

κατ-άϊξ, ῑκος, ἡ, = καταιγίς, Sturm; Callim. Dian. 114; Ap. Rh. 3, 1376; Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· …   Deutsch Wikipedia

  • Σαβοΐα — (Savoie). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί σήμερα στους δυο νομούς της Σαβοΐας και της Άνω Σαβοΐας. Εκτείνεται από τη λίμνη της Γενεύης, στα σύνορα με την Ελβετία, στα Β, ως το ορεινό συγκρότημα Ταμπόρ στα Ν, και από… …   Dictionary of Greek

  • TRAGELAPHUS — in rerum Natura nuspiam repertri plurimis creditur, unde vulgari proverbiô hoc animal dixêre Graeci κατ᾿ οὐοενὸς, pro re, quae plane nulla est, teste Stephanô et Etymologô in γαληψὸς. Aristophanes quoque, inter figmenta Medicis aulaeis appingi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… …   Dictionary of Greek

  • αιγαίος — Προσωνυμία θεών και μυθολογικών προσώπων. Υπήρχαν Α. Ποσειδώνας, Α. Δίας, Α. ποταμός (στο νησί των Φαιάκων, πατέρας της νύμφης Μελίτης, αλλά και Αιγαία Μελίτη (νύμφη, ερωμένη του Ηρακλή, μητέρα του Ύλλου, βασιλιά της Ιλλυρίας). * * * α, ο (Α… …   Dictionary of Greek

  • κατάιξ — κατάϊξ, ἡ (Α) καταιγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄϊξ «ορμητική κίνηση» (< ἀΐσσω)] …   Dictionary of Greek

  • κράταιγος — ο (Α κράταιγος και κραταιγών) γένος δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και από τον οποίο στην Ελλάδα υπάρχουν οκτώ είδη γνωστά ως μουρτζιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτ αιγος. Το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”