- κατ-άωρος
κατ-άωρος, verstärktes simplex Eur. Troad. 1097, zweifelhaft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-άωρος, verstärktes simplex Eur. Troad. 1097, zweifelhaft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άωρος — (I) ἄωρος, ον (Α) [ώρα] 1. ανώριμος, άγουρος 2. άκαιρος, παράκαιρος 3. δύσμορφος, αποκρουστικός. (II) ἄωρος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. (για πόδια ζώου) μπροστινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες… … Dictionary of Greek