- προ-βλώσκω
προ-βλώσκω (s. βλώσκω), hervorgehen, herausgehen; δμωὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν, Od. 19, 25; ϑύραζε, 21, 239. 385; προμολοῦσα, Il. 18, 382; πρόμολ' ὧδε, 392, u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-βλώσκω (s. βλώσκω), hervorgehen, herausgehen; δμωὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν, Od. 19, 25; ϑύραζε, 21, 239. 385; προμολοῦσα, Il. 18, 382; πρόμολ' ὧδε, 392, u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβλώσκω — Α (επικ. τ.) πηγαίνω ή έρχομαι προς τα εμπρός, παρουσιάζομαι, εξέρχομαι από σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βλώσκω «πηγαίνω, έρχομαι»] … Dictionary of Greek
mel-8, melǝ- : mlō- — mel 8, melǝ : mlō English meaning: to appear, come up Deutsche Übersetzung: “hervorkommen, erscheinen, hochkommen; Erhöhung, Wölbung” Material: Perhaps O.Ind. maṇi “ pearl “, maṇika m. “(round) Wassertopf”; Gk. μολεῖν “go, come” … Proto-Indo-European etymological dictionary