- προ-νομή
προ-νομή, ἡ, 1) das Fouragiren, Futter Holen; ἐξάγειν εἰς προνομάς, Xen. Cyr. 6, 1, 24; σὺν προνομαῖς λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια, An. 5, 1, 7, vgl. Hell. 4, 1, 16; προνομὴν ποιεῖσϑαι, 1, 1, 33; Pol. u. a. Sp.; auch heißen die Fouragirenden selbst αἱ προνομαί, Pol. 4, 73, 4. – 2) der Rüssel des Elephanten, Pol. 5, 84, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.