προ-νομή

προ-νομή

προ-νομή, , 1) das Fouragiren, Futter Holen; ἐξάγειν εἰς προνομάς, Xen. Cyr. 6, 1, 24; σὺν προνομαῖς λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια, An. 5, 1, 7, vgl. Hell. 4, 1, 16; προνομὴν ποιεῖσϑαι, 1, 1, 33; Pol. u. a. Sp.; auch heißen die Fouragirenden selbst αἱ προνομαί, Pol. 4, 73, 4. – 2) der Rüssel des Elephanten, Pol. 5, 84, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προνομή — η, ΝΜΑ επιδρομή στρατιωτών σε εχθρική χώρα με σκοπό την κάλυψη επισιτιστικών αναγκών, προνομεία νεοελλ. στρ. σχηματισμός ιππικής μονάδας εφ ενός ζυγού με αραιά διαστήματα μεταξύ τών ιππέων αρχ. 1. ό,τι έχει αποκτηθεί με προνομή, τα λάφυρα, η λεία …   Dictionary of Greek

  • προνομία — (I) η, ΝΜΑ προνόμιο, δικαίωμα κατ εξαίρεση τής κοινής νομοθεσίας (α. «οι προνομίες τού Οικουμενικού Πατριαρχείου» β. «οὐδὲ τῇ ἡλικίᾳ τῶν γερόντων προνομίαν διδόασιν ἂν μὴ καὶ τῷ φρονεῑν πλεονεκτῶσι», Στράβ. γ. «τυχεῑν προνομίας τῆς παρ αὐτῷ τῷ… …   Dictionary of Greek

  • προκατανομή — ἡ, Α προηγούμενη βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατανομή «νομή, βοσκή» (< κατανέμω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”