προ-αλής

προ-αλής

προ-αλής, ές (ἅλλομαι), vorsprüngig, vornüberhangend, abschüssig, steil; χῶρος, Il. 21, 262; ὕδωρ προαλές, das herabschießende Wasser, Ap. Rh. 3, 73; übrtr., bereit wozu, Sp.; auch vorschnell, im Sprechen, Iambl. Pythag. 17; übh. voreilig, Strab. 12, 3, 19 im compar. – Das adv. προαλῶς tadeln Phryn. p. 245 u. Thom. Mag.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προαλής — ές, Α 1. αυτός που κλίνει προς τα εμπρός, κεκλιμένος, επικλινής 2. πρόχειρος 3. απρόσεκτος, απερίσκεπτος 4. ισχυρογνώμων, αυθάδης 5. άφρων, ασυλλόγιστος 6. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) προαλέστερον πιο ορμητικά 7. φρ. «προαλὲς ὕδωρ» νερό που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”