- κατα-νάσσω
κατα-νάσσω (s. νάσσω), hineinstopfen, feststampfen, κατανάξαντες τὴν γῆν Her. 7, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-νάσσω (s. νάσσω), hineinstopfen, feststampfen, κατανάξαντες τὴν γῆν Her. 7, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
ναστία — η βοτ. χαρακτηριστική κίνηση τών οργάνων ενός φυτού η οποία προκαλείται υπό την επίδραση διαφόρων εξωτερικών παραγόντων, τής οποίας όμως ο προσανατολισμός είναι ανεξάρτητος από τον παράγοντα που τήν προκαλεί και από την αύξηση τού φυτού σε… … Dictionary of Greek