- κατα-μάσσω
κατα-μάσσω, abwischen, Sp. – Med. bei Luc. Asin. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-μάσσω, abwischen, Sp. – Med. bei Luc. Asin. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάσσω — (AM, Α αττ. τ. μάττω) 1. ζυμώνω, πιέζω ζύμη μέσα σε ένα καλούπι, ειδικά για μικρές κρίθινες πίτες που τίς έτρωγαν χωρίς να τίς ψήσουν («οὐδεὶς γὰρ αίῃ με μάττοντ ἐσθίειν», Αριστοφ.) 2. κατεργάζομαι, μαλάσσω, «δουλεύω» κάτι με το χέρι, ζυμώνω… … Dictionary of Greek
κατέμασσον — κατά μάσσω knead imperf ind act 3rd pl κατά μάσσω knead imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεμαξάμην — κατά μάσσω knead aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεμάξατο — κατά μάσσω knead aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέμαξε — κατά μάσσω knead aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέμαξεν — κατά μάσσω knead aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέμασσεν — κατά μάσσω knead imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέματτεν — κατά μάσσω knead imperf ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαταμάξασα — ἀποκαταμάξᾱσα , ἀπό , κατά μάσσω knead aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποκαταμάξᾱσα , ἀπό καταμάσσω wipe off aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… … Dictionary of Greek