- κατ-α-μελέω
κατ-α-μελέω, ganz vernachlässigen, τινός, Isocr. 3, 18, neben ὀλιγωρέω; achtlos sein, Soph. Ai. 45; öfter in Prosa ohne Casus, ἄρχων αἱρεϑεὶς κατημέλει Xen. An. 5, 8, 1; auch pass., κατημελημένος Isocr. 12, 8; καταμεληϑεῖσα neben περιυβρισϑεῖ. σα Plut. Aut. 53 A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.