κατα-μερίζω

κατα-μερίζω

κατα-μερίζω, zertheilen, zerstückeln; εἰς πολλά Luc. Tim. 12; D. Sic. 3, 40; – vertheilen, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσϑη Xen. An. 7, 5, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μερίζω — (ΑM μερίζω, Α δωρ. τ. μερίσδω, Μ και ἱμερίζω) 1. χωρίζω κάτι σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῡσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», Αριστοτ. β. «ἐὰν κατὰ μέρος μερισθέντες φυλάττωμεν», Ξεν.) 2. διανέμω, διαμοιράζω 3. κατανέμω, κατατάσσω, τακτοποιώ («κατά τόπους… …   Dictionary of Greek

  • μεμερισμένως — (ΑM) επίρρ. χωριστά αρχ. 1. κατά μέρη 2. κατά διαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμερισμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. μερίζω] …   Dictionary of Greek

  • μερισμός — ο (ΑM μερισμός) [μερίζω] 1. μοίρασμα, μοιρασιά, διανομή 2. διχοτόμηση, χωρισμός στα δύο 3. κατανομή, καταμερισμός 4. (λογ.) φρ. «μερισμός αντίφασης» καθορισμός τών στοιχείων αντιφάσεως, διαίρεση σε αντιφατικές προτάσεις ή έννοιες νεοελλ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՍՆ — (սին, սունք, սանց.) NBH 2 0210 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. μερίς, μέρος (յորմէ եւ թ. միրաս ). pars partitio (որպէս թէ Մի այս, կամ ʼի միասին.) Բաժին մի ʼի բոլորէ իմեքէ. հատուած. հատոր. կոտոր. պատառ, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • μέρισμα — το (Α μέρισμα) [μερίζω] νεοελλ. 1. μοίρασμα, διανομή, μοιρασιά 2. μερίδιο 3. (οικον.) α) το μερίδιο κερδών για κάθε μετοχή που διανέμεται στους μετόχους μιας εταιρείας β) το ποσό που εισπράττει κάθε ασφαλισμένος σε τακτά χρονικά διαστήματα από το …   Dictionary of Greek

  • (s)mer- —     (s)mer     English meaning: to remember; to care for     Deutsche Übersetzung: “gedenken, sich erinnern, sorgen”     Material: 1. O.Ind. smárati “ reminds sich, gedenkt”, smaraṇa n., smr̥ti “Gedenken, Gedächtnis”, Av. maraiti, hišmaraiti… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”