- κατα-μεστόω
κατα-μεστόω, ganz anfüllen, Ar. bei Plut. de mus. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-μεστόω, ganz anfüllen, Ar. bei Plut. de mus. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταμεμεστωμένης — κατά μεστόω fill full of perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεμέστωσε — κατά μεστόω fill full of aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)