καταβαυκάλησις

καταβαυκάλησις

καταβαυκάλησις, , das in den Schlaf Singen, αἱ τῶν τιϑηνουσῶν ᾠδαί Ath. XIV, 618 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταβαυκαλήσεις — καταβαυκάλησις lullaby fem nom/voc pl (attic epic) καταβαυκάλησις lullaby fem nom/acc pl (attic) καταβαυκαλάω lull to sleep aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) καταβαυκαλάω lull to sleep fut ind act 2nd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβαυκάληση — η (Α καταβαυκάλησις) νεοελλ. μτφ. η εξαπάτηση με δολερά μέσα, το αποκοίμισμα αρχ. το νανούρισμα τών παιδιών με τραγούδι ή με μουσικό όργανο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”