- κατα-βαυκαλίζω
κατα-βαυκαλίζω, 1) = καταβαυκαλάω, VLL., comic. bei E. M. – 2) hinunterschlürfen (vgl. βαύκαλις), Sopat. bei Ath. XI, 784 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-βαυκαλίζω, 1) = καταβαυκαλάω, VLL., comic. bei E. M. – 2) hinunterschlürfen (vgl. βαύκαλις), Sopat. bei Ath. XI, 784 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεβαυκάλισε — κατά βαυκαλίζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεβαυκάλισεν — κατά βαυκαλίζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νανουρίζω — και ναναρίζω 1. αποκοιμίζω μωρό τραγουδώντας του νανούρισμα, βαυκαλίζω 2. παράγω ήχο βαυκαλιστικό, μονότονο, αποκοιμιστικό («το κύμα... νανουρίζει την απραξία της», Παπαντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναναρίζω, με ανομοιωτική τροπή τού α σε ου ), πιθ. κατά… … Dictionary of Greek
ταταλίζω — Α φωνάζω κάποιον με χαϊδευτικό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τατᾶ, πιθ. αναλογικά κατά τα ρ. σε αλ ίζω (πρβλ. βαυκαλίζω)] … Dictionary of Greek