- κατ-εδαφίζω
κατ-εδαφίζω, zu Boden werfen, dem Erdboden gleich machen, τί, Suid., Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-εδαφίζω, zu Boden werfen, dem Erdboden gleich machen, τί, Suid., Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεδαφίζω — (AM κατεδαφίζω) 1. ρίχνω κάτι στο έδαφος, γκρεμίζω, κάνω κατεδάφιση, χαλώ («κατεδάφισαν το παλιό σπίτι τους») 2. μτφ. καταστρέφω, δεν αφήνω τίποτε όρθιο, στη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐδαφίζω «ισοπεδώνω»] … Dictionary of Greek